υπεραποχρώ

υπεραποχρώ
-άω, Α
φτάνω και περισσεύω, είμαι περισσότερο από αρκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀποχρῶ «είμαι αρκετός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπεραποχρώντως — Α επίρρ. περισσότερο από αρκετά, υπεραρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεραποχρῶν, ῶντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπεραποχρῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”